- Φάσσω
- Φάσσοςmasc nom/voc/acc dualΦάσσοςmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραφάσσω — (I) Α αγγίζω, ψηλαφίζω, χαϊδεύω ελαφρά ή κρυφά, ιδίως το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀφάσσω «ψηλαφώ»]. (II) Α 1. μιλώ διαστρεβλωμένα, άτοπα, εσφαλμένα 2. συνεκδ. παραφρονώ, είμαι τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρ(α) * + φάσσω (< φαίνω… … Dictionary of Greek
αλλόφρων — ( ονος), ον (Α ἀλλόφρων) νεοελλ. αυτός που είναι υπερβολικά ταραγμένος, εκτός εαυτού, έξαλλος αρχ. αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει διαφορετική γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. τής οποίας το ά συνθετικό συνδέεται με τη λ. ἄλλος (αιολ.,… … Dictionary of Greek
ηλεός — ἠλεός, ή, ὸν και αιολ. τ. ἆλλος, η, ον (Α) 1. αυτός που έχει σύγχυση στον νου, μαινόμενος, άφρων, μωρός, ηλίθιος 2. αυτός που διαταράσσει τον νου («οἶνος γὰρ ἀνώγει ἠλεός», Ομ. Οδ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠλεά ανόητα, με αφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
deuk- — deuk English meaning: to drag Deutsche Übersetzung: “ziehen” Material: Gk. δαι δύσσεσθαι ἕλκεσθαι Hes. (*δαι δυκ ι̯ω with intensive reduplication as παι φάσσω). In addition perhaps also δεύκει φροντίζει Hes., wherefore Hom.… … Proto-Indo-European etymological dictionary